- περιρραντήριο
- το / περιρραντήριον, ΝΜΑ1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν τοποθετημένες στην είσοδο κάθε ιερού χώρου και περιείχαν αγιασμένο νερό για το καθαρτήριο πλύσιμο τών πιστών3. σκεύος με νερό εξαγνισμού με το οποίο ράντιζαν τα σφάγια κατά τις θυσίες και ιεροτελεστίεςνεοελλ.-μσν.το όργανο με το οποίο οι ιερείς ραίνουν τους πιστούς με αγιασμό, η αγιαστούρα, το ραντιστήρι, η φωτιστήρααρχ.1. η περίρρανσις*, το ράντισμα γύρω γύρω, από όλες τις πλευρές2. φρ. «περιρραντήρια ἀγορᾱς» — τα μέρη τής αγοράς που ραντίζονταν με νερό εξαγνισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιρραίνω + επίθημα -τήριο(ν), πρβλ. απο-ρραντήριον].
Dictionary of Greek. 2013.